ἐκ δόμων A.Ch.22
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιαλτός — ἰαλτός, ή, όν (Α) [ιάλλω] ο σταλμένος … Dictionary of Greek
ἰαλτός — sent forth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)